χιλώνειος

χιλώνειος
χῑλώνειος, α, ον,
A of or from

Χίλων, τὸ X.

the saying of Chilon (i.e. μηδὲν ἄγαν), Arist.Rh.1389b3.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χιλώνειος — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χιλώνειος — Χῑλώνειος , Χιλώνειος of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χιλώνειος — και χειλώνειος, εία, ον, Α [Χίλων] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αρχαίο σοφό Χίλωνα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ χιλώνειον ρητό τού Χίλωνος …   Dictionary of Greek

  • χιλώνειον — χιλώνειος of masc acc sg χιλώνειος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χιλώνειον — Χῑλώνειον , Χιλώνειος of masc acc sg Χῑλώνειον , Χιλώνειος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”